- τετράχωρος
- τετρά-χωρος, ον,A with four divisions, Dsc.1.101.II τ. μέτρον measure of four χῶρα, PGen.71.2, al. (iii A.D., cf. Arch.Pap.3.401).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράχωρος — ον, Α (ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεά χωρος] … Dictionary of Greek
τετραχώροις — τετράχωρος with four divisions masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek